- δειλόψυχος
- -η, -ο (AM δειλόψυχος, -ον)αυτός που έχει δειλή ψυχή, λιγόψυχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δειλόψυχος — fainthearted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλόψυχοι — δειλόψυχος fainthearted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλόνους — δειλόνους, ουν (Μ) δειλόψυχος, δειλός … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek